- δελεασμός
- ο (AM δελεασμός) [δελεάζω]η εξαπάτηση, η παγίδευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δελεασμός — catching with a bait masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμός — ο το δελέασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δελεασμοῦ — δελεασμός catching with a bait masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμῶν — δελεασμός catching with a bait masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελεασμόν — δελεασμός catching with a bait masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δελέασμα — το (Α δελέασμα) [δελεάζω] νεοελλ. ο δελεασμός αρχ. το δόλωμα … Dictionary of Greek
δόλωμα — το (AM δόλωμα) κάθε μέσο ή τέχνασμα που έχει σκοπό την εξαπάτηση («δεν έπιασε το δόλωμα») νεοελλ. 1. ο δελεασμός 2. νοθεία 3. (ειδ.) κομμάτι τροφής που στερεώνεται σε παγίδα ή αγκίστρι για να τραβήξει την προσοχή τού θύματος, δέλεαρ αρχ.… … Dictionary of Greek